προηγουμένως

προηγουμένως
προηγέομαι
go first and lead the way
pres part mp masc acc pl (doric)
προηγουμένως , προηγέομαι
go first and lead the way
pres part mid masc acc pl (doric)
προηγουμένως
previously
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προηγουμένως — ΝΜΑ επίρρ. πρωτύτερα, πιο πριν («τὸν συνάντησα προηγουμένως στον δρόμο») αρχ. 1. απευθείας, άμεσα («ἀποκαίει... τὸ ψῡχος, οὐ προηγουμένως, ἀλλὰ κατὰ τὸ συμβεβηκός», Θεόφρ.) 2. κατ αρχήν, για πρώτη φορά («γεγόναμεν ὑπὸ τοῡ θεοῡ προηγουμένως»,… …   Dictionary of Greek

  • προεκλύω — Α 1. χαλαρώνω προηγουμένως κάτι («προεκλύειν τον στόμαχον», Αθήν.) 2. εξασθενώ, αδυνατίζω κάτι προηγουμένως («προεκλύειν τὸ ἐνστατικόν» να εξασθενεί προηγουμένως την αντίσταση, Αλέξ. Αφροδ.) 3. ελαττώνω, περιορίζω προηγουμένως τη δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • προεμβάλλω — ΜΑ [ἐμβάλλω] 1. εμβάλλω, ρίχνω ή τοποθετώ προηγουμένως κάτι μέσα σε κάτι άλλο (α. «προεμβάλλει τε εἰς τὴν ὀπὴν τοὺς πόδας», Παυσ. β. «προεμβάλλουσι λίθον εἰς τὸν πυθμένα τοῡ βόθρου», Γεωπ.) 2. προνοώ ώστε κάτι να τοποθετηθεί ανάμεσα σε άλλα αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • πάροιθε(ν) — και αιολ. τ. πάροιθα Α 1. (πρόθ. με γεν. προσ. ή τόπου), ενώπιον, μπροστά σε κάποιον ή κάτι (α. «πάροιθ αὐτοῑο καθέζετο», Ομ. Ιλ. β. «πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο», Ομ. Ιλ.) 2. (πρόθ. με γεν.) πριν («πάροιθεν ἐμοῡ» πριν από μένα, Αισχύλ.) 3. (ως… …   Dictionary of Greek

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”